- εὐσημία
- εὐσημίᾱ , εὐσημίαgood prognosticfem nom/voc/acc dualεὐσημίᾱ , εὐσημίαgood prognosticfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσημία — εὐσημία, ἡ (Α) [εύσημος] 1. καλή πρόγνωση, πρόγνωση για υποχώρηση νόσου 2. καλός οιωνός 3. (γενικά) ευνοϊκό σημείο … Dictionary of Greek